Στον «Νοσφεράτου» του 1922 η αγνή ηρωίδα παρασέρνει το «τέρας» στο χαμό του σ’ ένα κρεσέντο αυτοθυσίας, αποσπώντας την προσοχή του - δια της πάντοτε ερωτικά φορτισμένης υπόσχεσης της βαμπιρικής αιμοποσίας – μέχρι το θανατηφόρο ξημέρωμα. Με άλλα λόγια, το σεξ και η σεξουαλικότητα είχαν πάντοτε έναν κεντρικό ρόλο στο Σινεμά Τρόμου. Η χρήση τους όμως αλλάζει από δεκαετία σε δεκαετία. Στις εφηβικές ταινίες τρόμου των 80s για παράδειγμα, το σεξ αποτελούσε έγκλημα, ή καλύτερα, αμαρτία. Με μόνη τιμωρία, τον θάνατο.
Μέσα από το Φανταστικό εκείνης της εποχής, δύο χαρακτηριστικές φιγούρες ξεπήδησαν. Πρώτον, το παρθενικό θηλυκό: Ντυμένη πιο συντηρητικά από τις άλλες γυναίκες, έχει αγορίστικο όνομα και αντιστέκεται στις σεξουαλικές προτάσεις των αρσενικών. Είναι η ηρωίδα μας, και πιθανότατα η μοναδική επιζήσασα. Έπειτα, υπάρχουν και οι υπόλοιποι, εξίσου σεξουαλικά φορτισμένοι χαρακτήρες, άνδρες και γυναίκες. Φορούν σφιχτά, προκλητικά ρούχα και συχνά εκφράζουν ερωτικές σκέψεις ή επιδίδονται σε ανάλογες δραστηριότητες. Θα σφαγιαστούν, ένας προς έναν και το μεγάλο λάθος τους, θα είναι το σεξ. Στο «Παρασκευή και 13» του 1980, εμβληματικό φιλμ του είδους, ο δολοφόνος αποδεικνύεται πως είναι η μητέρα ενός αγοριού με διανοητική καθυστέρηση, που πνίγηκε ενώ οι γιατροί οι οποίοι υποτίθεται πως τον πρόσεχαν, ερωτοτροπούσαν.
Στη δεκαετία του ’90 αυτό άλλαξε. Το «Scream» του Γουές Κρέιβεν αποκάλυψε τον δραματουργικό σκελετό του είδους μέσω ενός περίτεχνου αλλά και κυνικά εξυπνακίστικου σεναρίου και έτσι, οι ταινίες τρόμου έπρεπε να γίνουν πιο «έξυπνες» και ευέλικτες. Ακολούθως, σ’ εκείνη τη δεκαετία, οι σεξουαλικά ενεργοί έφηβοι πεθαίνουν μόνο όταν το σεξ είναι εφήμερο. Όπως όμως «ξύπνησε» ο τρόμος, έτσι, δια του ορθολογισμού και της διανόησης, ανδρώθηκε και η συντήρηση: Μια προτεσταντικής κοπής ηθική άρχισε να κάνει την εμφάνιση της σε κάθε έκφανση καλλιτεχνική. Το Φανταστικό δεν κατόρθωσε να τη γλυτώσει: Για μια ακόμη φορά, ο μηχανισμός της ενοχής ενεργοποιείται. Μικρές λεπτομέρειες, ύπουλες, κάνουν όλη τη διαφορά: στα πρώτα λεπτά του «It follows» η ηρωίδα βυθίζει στο χαμό του, απερίσκεπτα, ένα μυρμήγκι. Λίγο αργότερα, θα στοιχειωθεί από μία αγνώστου προελεύσεως υπερφυσική απειλή που μεταδίδεται με τη σεξουαλική επαφή και ακολουθεί μέρα-νύχτα το στόχο της, αθέατη σε όλους εκτός από το θύμα. Σημειώστε πως μπορεί να πάρει οποιαδήποτε ανθρώπινη μορφή και έχετε μια εξαίσια συνταγή για σασπένς.
Ο Ντέιβιντ Ρόμπερτ Μίτσελ που σκηνοθετεί είναι αναμφίβολα ένας μεγάλος κινηματογραφικός τεχνίτης: Η χρήση των ανοιχτών χώρων παραπέμπει στον Κάρπεντερ, υπάρχουν όμως και σεκάνς με αναφορές στον Ντάγκλας Σερκ ή τον Στίβεν Σπίλμπεργκ. Κι όμως, το οικοδόμημα του τρίζει λόγω της υπέρμετρης φιλοδοξίας του να προσδώσει έναν πιο «σοβαρό» τόνο, λες και το οπλοστάσιο του Φανταστικού δεν επαρκεί. Γιατί όμως η κολλητή της ηρωίδας διαβάζει (και, προς το τέλος, υπερτονίζει) αποσπάσματα από τον «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι; Τι εξυπηρετούν οι αφελείς Φροϋδικές πινελιές περί πατρικών αμαρτημάτων, έτσι όπως «εκφράζονται» μέσα από τα τέρατα; Και, κυρίως, γιατί για άλλη μια φορά ο αισθησιασμός ενοχοποιείται ως άκρως θανατηφόρο «νόσημα» ελαφρόμυαλων εφήβων (όλα ξεκινούν, μαθαίνουμε, από μια περιστασιακή ερωτική βραδιά); Γιατί "έτσι". Α, μάλιστα.