Διαστημική Όπερα. Όρος ασαφής όσο και εμπνευσμένος, καμωμένος με αγάπη αλλά και περιφρόνηση – και γι αυτό, ως τέτοιος, παραμένει ρευστός και διαρκώς μεταβαλλόμενος. Γι αυτό άλλωστε και ταιριάζει “γάντι” σε μια γκάμα ταινιών που μπορεί να συμπεριλαμβάνει τόσο το “Σολάρις” του Ταρκόφσκι, όσο και τον, καθαρά ψυχαγωγικής χρηστικότητας “Πόλεμο των Άστρων”. Η δε νέα ταινία του Κρίστοφερ Νόλαν είναι κι αυτή μια Διαστημική Όπερα. Και ως τέτοια, είναι πομπώδης, εντυπωσιακή, μεγάλη σε διάρκεια, και βαθιά υπαρξιστική. Δηλαδή... γήινη.
Λογικό όταν μιλάμε για τον πιο ανθρωπιστή σκηνοθέτη του Χολιγουντιανού mainstream. Θυμηθείτε, για παράδειγμα, εκείνη την σεκάνς στον «Σκοτεινό Ιππότη»: Έχοντας παγιδεύσει δυο πλοία με εκρηκτικά, ο Τζόκερ περιμένει χαιρέκακα το πρώτο που θα εκραγεί, έχοντας προηγουμένως, προσφέρει στους επιβάτες και των δυο την ικανότητα να ανατινάξουν τους «απέναντι» προκειμένου να σώσουν τα τομάρια τους. Κανείς δεν παίρνει την μοιραία απόφαση, κι ας κρέμεται πάνω από τα κεφάλια τους μια χρονική διορία, μέχρι τον υποτιθέμενο χαμό όλων.
Ακολούθως, όλοι μας – κυριολεκτικά – κινδυνεύουμε με πλήρη αφανισμό στο “Interstellar”, σε ένα όχι-και-τόσο-μακρινό μέλλον όπου το περιβάλλον έχει καταστραφεί, και η τροφή γίνεται όλοενα και πιο δυσεύρετη. Μόνη μας ελπίδα, ένα ταξίδι πέρα από το γαλαξία μα και τον χρόνο τον ίδιο, προς αναζήτηση νέου, κατοικήσιμου πλανήτη. Οι δε οικογενειακοί δεσμοί θέτουν τα όρια του δράματος: Ο πατέρας (ένας εξαίρετος Μάθιου Μακ Κόναχι) αφήνει πίσω την κόρη του, και φεύγει να σώσει τον κόσμο σε μια μυθοπλασία “ποτισμένη” με έναν συναισθηματισμό που δεν είχαμε συνηθίσει στο σινεμά του Νόλαν. Παράδοξο, φαινομενικά, που τον συναντάμε στην πιο απαιτητική – σε κατασκευαστικό επίπεδο – ταινία του. Ακριβώς όσο παράδοξη δείχνει και η κινηματογράφηση της ρημαγμένης Γης του εισαγωγικού πρώτου μέρους, παραπέμποντας ευθέως στο “Μάγο του Οζ”. Αλλά είπαμε, η ρίζα του δράματος είναι αναπόφευκτα ανθρωποκεντρική.
Με μια δουλειά στον τεχνικό τομέα που αψηφά όρια και φραγμούς (τα ειδικά εφέ απέχουν... έτη φωτός από τα ψηφιακά κατασκευάσματα του σήμερα, θυμίζοντας, προφανώς εσκεμμένα, τις αξεπέραστες μακέτες της “Οδύσσειας του Διαστήματος”), ο Νόλαν, ενώ συνειδητά απευθύνεται στο κοινό των μεγάλων αιθουσών και των multiplex, ξεκινά και αυτός από την προβληματική του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, όχι για να φιλοσοφήσει, αλλά για να επιτύχει κάτι ακόμα πιο φιλόδοξο: Να μετατρέψει δηλαδή τους γρίφους της σε – προσέξτε – προσβάσιμους φορείς νοημάτων που τροφοδοτούν το δράμα. Οι τρεις ώρες του θεάματος επαρκούν. Έστω κι αν, πάνω στην προσπάθεια του, σκοντάφτει σε σεναριακές ευκολίες και μελοδραματισμούς. Το επιμύθιο, θαρραλέα πανανθρώπινο (και, υπογείως μεν, ολοφάνερα δε, απολύτως αθεϊστικό): Η Αγάπη είναι ο Νόμος, και ο Νόμος είμαστε Εμείς