Ο Τίμοθι Τρέντγουελ θα μπορούσε να είναι
ένας τυπικός χερτζογκικός χαρακτήρας. Διαθέτει τον ενθουσιασμό ενός
Φιτζκαράλντο, τη μοναχική παράνοια ενός Αγκίρε και, φυσικά, την τρέλα του ίδιου
του Χέρτζογκ, του κινηματογραφιστή που πολέμησε και ο ίδιος με τα στοιχεία της
φύσης, στις πιο σημαντικές του ταινίες. Δυστυχώς όμως, εδώ δεν έχουμε να
κάνουμε με μυθοπλασία. Ο Τίμοθι
Τρέντγουελ, ένας ιδιόρρυθμος, ιδιαίτερα παράτολμος τύπος, πέρασε ένα μεγάλο
μέρος της ζωής του στην Αλάσκα, βιντεοσκοπώντας σχεδόν εξ επαφής τις αρκούδες
γκρίζλι στο φυσικό τους περιβάλλον. Με τον καιρό απέκτησε ένας είδος ψύχωσης
μαζί τους, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να αυτοανακυρηχθεί προστάτης τους.
Ώσπου ο ίδιος και η φίλη του βρήκαν φριχτό θάνατο από αυτές.
Οι τελευταίες
στιγμές τους καταγράφονται από μια ανοιχτή βιντεοκάμερα - το διάφραγμα είναι
κλειστό, αλλά υπάρχει η μαρτυρία του ήχου. Ο Χέρτζογκ δεν μας αφήνει ποτέ να
ακούσουμε τι υπάρχει στην κασέτα - βλέπουμε όμως τον ίδιο να την ακούει με
ακουστικά. Δακρύζοντας – και είναι σοκαριστικό να βλέπεις τον Χέτζοκ να
δακρύζει - απευθύνεται στην κάτοχό της, την Τζούελ Πάλοβακ, φίλη και
ομοϊδεάτισσα του Τρέντγουελ: «Μην την ακούσεις ποτέ», της λέει. «Κατέστρεψε την».
Σε μια
πρόσφατη συνέντευξη του, έδωσε την ακόλουθη εξήγηση: «Δεν θα μπορούσα να λερώσω
την αξιοπρέπεια του θανάτου χρησιμοποιώντας την κασέτα». Ξέρετε πολλούς
κινηματογραφιστές που θα έκαναν μια τέτοια επιλογή; Σκεφτείτε μονάχα τι θα
έκανε ο Μάικλ Μουρ σε μια αντίστοιχη περίπτωση.
Οι
περισσότεροι από εμάς αναγνωρίζουμε ότι ο προορισμός μας δεν είναι να
κατοικήσουμε μαζί με τα άγρια ζώα. Σε οποιαδήποτε προσπάθεια για συμβίωση, η
δύναμη των αρκούδων, για παράδειγμα, θα επικρατούσε με ευκολία. Εντούτοις,
κάποιοι άνθρωποι διαιωνίζουν αυτές τις εξαιρετικά συγκεχυμένες έννοιες για την
έμφυτη καλοσύνη της φύσης και του ζωικού βασιλείου. Αδυνατούμε να συλλάβουμε
ότι αυτό που για τη φύση είναι λογικό, καλώς ή κακώς, μπορεί να είναι ασύμβατο
με τον άνθρωπο. Θέλουμε μεν να ζήσουμε σε αρμονία με τη φύση, αλλά εύκολα απογοητευόμαστε
όταν αυτή μας… κάνει τη δύσκολη. Ο Τρέντγουελ λοιπόν διαπράττει μια ύβρη αλλά
την ίδια στιγμή καταγράφει μερικές από τις πιο όμορφες εικόνες άγριας φύσης που
έχουμε δει στη μεγάλη οθόνη, εικόνες που, όπως σωστά υπογραμμίζει ο
σκηνοθέτης-αφηγητής, το Χόλιγουντ δεν θα μπορέσει ποτέ να αναπαράγει, όσα λεφτά
κι αν ρίξει (εδώ ο Χέρτζογκ δείχνει να θαυμάζει τον Τρέντγουελ και σε
φιλμογραφικό επίπεδο).
Δεν είναι
λίγοι αυτοί που «διαβάζουν» έναν έρποντα φασισμό στις ταινίες του Χέρτζογκ, ο ίδιος
όμως δεν είναι μισάνθρωπος. Απλά, ενώ ο Τρέντγουελ θεωρούσε την αρμονία κοινό
παρονομαστή του σύμπαντος, ο Χέρτζογκ έβλεπε έναν κόσμο που στηρίζεται στο χάος
και την εχθρότητα. Ο άνθρωπος μπορεί να προήλθε από τη φύση, ανήκει όμως στη
κοινωνία. Η τραγική κατάληξη σαφώς και ήταν αναπόφευκτη.
Το Grizzly Man όμως δεν καταγράφει απλώς την τραγωδία
του Τρέντγουελ και της συντρόφου του, αλλά κουβαλάει όλη την τραγωδία της
ανθρώπινης ύπαρξης. Και αυτό, όπως και να το δει κανείς, είναι ένα
συγκλονιστικό επίτευγμα.