Πέμπτη 16 Μαΐου 2013

Grizzly Man (2005) ( * * * * )



Ο Τίμοθι Τρέντγουελ θα μπορούσε να είναι ένας τυπικός χερτζογκικός χαρακτήρας. Διαθέτει τον ενθουσιασμό ενός Φιτζκαράλντο, τη μοναχική παράνοια ενός Αγκίρε και, φυσικά, την τρέλα του ίδιου του Χέρτζογκ, του κινηματογραφιστή που πολέμησε και ο ίδιος με τα στοιχεία της φύσης, στις πιο σημαντικές του ταινίες. Δυστυχώς όμως, εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μυθοπλασία. Ο Τίμοθι Τρέντγουελ, ένας ιδιόρρυθμος, ιδιαίτερα παράτολμος τύπος, πέρασε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του στην Αλάσκα, βιντεοσκοπώντας σχεδόν εξ επαφής τις αρκούδες γκρίζλι στο φυσικό τους περιβάλλον. Με τον καιρό απέκτησε ένας είδος ψύχωσης μαζί τους, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να αυτοανακυρηχθεί προστάτης τους. Ώσπου ο ίδιος και η φίλη του βρήκαν φριχτό θάνατο από αυτές.

Οι τελευταίες στιγμές τους καταγράφονται από μια ανοιχτή βιντεοκάμερα - το διάφραγμα είναι κλειστό, αλλά υπάρχει η μαρτυρία του ήχου. Ο Χέρτζογκ δεν μας αφήνει ποτέ να ακούσουμε τι υπάρχει στην κασέτα - βλέπουμε όμως τον ίδιο να την ακούει με ακουστικά. Δακρύζοντας – και είναι σοκαριστικό να βλέπεις τον Χέτζοκ να δακρύζει - απευθύνεται στην κάτοχό της, την Τζούελ Πάλοβακ, φίλη και ομοϊδεάτισσα του Τρέντγουελ: «Μην την ακούσεις ποτέ», της λέει. «Κατέστρεψε την».

Σε μια πρόσφατη συνέντευξη του, έδωσε την ακόλουθη εξήγηση: «Δεν θα μπορούσα να λερώσω την αξιοπρέπεια του θανάτου χρησιμοποιώντας την κασέτα». Ξέρετε πολλούς κινηματογραφιστές που θα έκαναν μια τέτοια επιλογή; Σκεφτείτε μονάχα τι θα έκανε ο Μάικλ Μουρ σε μια αντίστοιχη περίπτωση.

Οι περισσότεροι από εμάς αναγνωρίζουμε ότι ο προορισμός μας δεν είναι να κατοικήσουμε μαζί με τα άγρια ζώα. Σε οποιαδήποτε προσπάθεια για συμβίωση, η δύναμη των αρκούδων, για παράδειγμα, θα επικρατούσε με ευκολία. Εντούτοις, κάποιοι άνθρωποι διαιωνίζουν αυτές τις εξαιρετικά συγκεχυμένες έννοιες για την έμφυτη καλοσύνη της φύσης και του ζωικού βασιλείου. Αδυνατούμε να συλλάβουμε ότι αυτό που για τη φύση είναι λογικό, καλώς ή κακώς, μπορεί να είναι ασύμβατο με τον άνθρωπο. Θέλουμε μεν να ζήσουμε σε αρμονία με τη φύση, αλλά εύκολα απογοητευόμαστε όταν αυτή μας… κάνει τη δύσκολη. Ο Τρέντγουελ λοιπόν διαπράττει μια ύβρη αλλά την ίδια στιγμή καταγράφει μερικές από τις πιο όμορφες εικόνες άγριας φύσης που έχουμε δει στη μεγάλη οθόνη, εικόνες που, όπως σωστά υπογραμμίζει ο σκηνοθέτης-αφηγητής, το Χόλιγουντ δεν θα μπορέσει ποτέ να αναπαράγει, όσα λεφτά κι αν ρίξει (εδώ ο Χέρτζογκ δείχνει να θαυμάζει τον Τρέντγουελ και σε φιλμογραφικό επίπεδο).

Δεν είναι λίγοι αυτοί που «διαβάζουν» έναν έρποντα φασισμό στις ταινίες του Χέρτζογκ, ο ίδιος όμως δεν είναι μισάνθρωπος. Απλά, ενώ ο Τρέντγουελ θεωρούσε την αρμονία κοινό παρονομαστή του σύμπαντος, ο Χέρτζογκ έβλεπε έναν κόσμο που στηρίζεται στο χάος και την εχθρότητα. Ο άνθρωπος μπορεί να προήλθε από τη φύση, ανήκει όμως στη κοινωνία. Η τραγική κατάληξη σαφώς και ήταν αναπόφευκτη.

Το Grizzly Man όμως δεν καταγράφει απλώς την τραγωδία του Τρέντγουελ και της συντρόφου του, αλλά κουβαλάει όλη την τραγωδία της ανθρώπινης ύπαρξης. Και αυτό, όπως και να το δει κανείς, είναι ένα συγκλονιστικό επίτευγμα.

Τετάρτη 15 Μαΐου 2013

Ένα "ταινιόραμα" διαφορετικό από τ' άλλα.

Κάποτε οι κινηματογραφόφιλοι περίμεναν πως και πως το καλοκαίρι. Πρώτον, επειδή είχαν την ευκαιρία να δουν όσες ταινίες δεν πρόλαβαν τη χειμερινή σεζόν, και δεύτερον, επειδή μπορούσαν να παρακολουθήσουν σπουδαία αριστουργήματα της φιλμικής ιστορίας, Το πρώτο το χάσαμε με την επέκταση του κυκλώματος διανομής και τις καλοκαιρινές πρεμιέρες. Το δεύτερο επίσης: οι παλιές κόπιες που τριγυρνούσαν τις αίθουσες εξαφανίστηκαν και οι επανεκδόσεις των τελευταίων ετών σπανίως είναι… τολμηρές. 

Πάντως κάτι δεν έχει αλλάξει: οι σινεφίλ του σήμερα εξακολουθούν να μαθαίνουν σινεμά από την οικογένεια Στεργιάκη. Όπως συνέβη και με μένα, τότε που ανήλικος ξημεροβραδιαζόμουν στα ταινιοράματα του Αλφαβίλ (θυμάμαι ακόμα εκείνη την τρομερή αφίσα με τη μορφή που δάγκωνε δαιμονισμένα το σελιλόιντ – μου λείπει η αίθουσα πολύ). Και είναι ευτύχημα που η παράδοση αυτή συνεχίζεται – και μάλιστα φέτος επιστρέφει θριαμβευτικά σε ένα καθόλα επικό δίμηνο που καλύπτει όλες τις τάσεις του κινηματογράφου (και όλες τις… ηπείρους) ενώ ανάμεσα στις προβολές θα ανακαλύψετε και κάποιες ταινίες – διαμάντια που προβάλλονται σπάνια. 

Αν μπορούσα, θα ήμουν κάθε μέρα στο Άστυ. Αν μπορείτε, να το κάνετε. 

Ειδικά φέτος: το Ταινιόραμα του 2013 στήθηκε με ιδιαίτερη αγάπη και φροντίδα, καθότι αφιερωμένο στο δημιουργό του, τον Αντώνη Στεργιάκη, που μας "άφησε" στις 24 Νοεμβρίου 2012, σε ηλικία 75 ετών. 147 ταινίες που έχει αγαπήσει το κοινό διαχρονικά σε 7 εβδομάδες ή 49 ημέρες, εντάσσονται σε 49 χορταστικές ενότητες για όλες τις προτιμήσεις, τις απολαύσεις και τις ορέξεις αυτών που αγαπούν τον κινηματογράφο. Όπως πάντα, τρεις ταινίες θα προβάλλονται καθημερινά με το ενιαίο εισιτήριο των 6 ευρώ, ενώ περιορισμένος αριθμών καρτών διαρκείας αξίας -μόλις- 30 ευρώ προπωλείται στο ταμείο του κινηματογράφου Άστυ. 


Με μια πρώτη ματιά, ανάμεσα στα 147 ξεχωριστά αριστουργήματα βρίσκουμε τις σπάνιες ταινίες Χαμένος Ορίζοντας και Συνέβη μια Νύχτα του Φρανκ Κάπρα, Κάτω από τον Αστερισμό του Σκορπιού των αδελφών Ταβιάνι, Διεστραμμένα Νιάτα του Ναγκίσα Οσίμα, Μια Ερωτική Ιστορία του Ρόι Άντερσον, Φριτς ο Πονηρόγατος του Ραλφ Μπάκσι κ.ά. Από την άλλη μεριά, υπάρχουν ειδικές θεματικές βραδιές με τρεις ταινίες τους κάθε φορά, για τους Άλφρεντ Χίτσκοκ, Πέδρο Αλμοδόβαρ, Λαρς φον Τρίερ, Όντρει Χέμπορν, Φρανκ Κάπρα, Όρσον Γουελς, Λουίς Μπουνιουέλ, Πάολο και Βιτόριο Ταβιάνι, Μέριλιν Μονρόε, Ατόμ Εγκογιάν, Νουρί Μπιλγκέ Τσειλάν, Τσαν Γουκ Παρκ, Κουέντιν Ταραντίνο, Ναγκίσα Οσίμα, Λουκίνο Βισκόντι, Ζαν-Πιερ και Λυκ Νταρντέν, Τόμας Βίντερμπεργκ, Ντέιβιντ Λιντς, Κιμ Κι Ντουκ, Ρόι Άντερσον, Μάικ Λι, Έιμοζ Κόλεκ μέχρι τον... Νίκο Ζερβό

Α, και αν κάποιοι από εσάς βρίσκουν ενοχλητικές τις γραμμές της emulsion και τα κοψίματα που συναντά κανείς σε κόπιες ταινιών της δεκαετίας του 50 για παράδειγμα, προτείνω να αναθεωρήσετε την αγάπη σας για το σινεμά. Μιλάω πολύ σοβαρά. 

Το «Ταινιόραμα 2013» θα διεξάγεται στο σινεμά Άστυ, από τις 16 Μαΐου έως τις 3 Ιουλίου.

Τρίτη 14 Μαΐου 2013

Απ'το διαδίκτυο, στο δάσος.


Το ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε μια κρίση, κρίση τόσο βαθιά που φτάνει στη ρίζα της ίδιας της ταυτότητας της, αντανακλάται, περισσότερο απ’ οπουδήποτε αλλού, στο διαδίκτυο. Περισσότερο κι απ τους δρόμους. Γιατί; Μα το διαδίκτυο είναι το μόνο μέρος στο κόσμο που μπορείς να εκτίθεσαι και να κρύβεσαι ταυτοχρόνως. Στους δρόμους μπορεί και να φοβάσαι να ακουστείς. Στο internet πάλι, είσαι (ή έστω, νοιώθεις) ασφαλής. Μπορείς λοιπόν να φορέσεις άφοβα τη μουτσούνα του αληθινού εαυτού σου.

Τι υποκρισία, θα μου πείτε. Μα εδώ ολόκληρη χώρα πέρασε τουλάχιστον τρεις δεκαετίες υποκρινόμενη πως είναι κάτι άλλο. Κάτι πιο φωτεινό και, ταυτόχρονα, πιο «υποψιασμένο» - θυμάμαι το αποκαλούσαμε «ελληνικό δαιμόνιο», φράση που συναντούσαμε σε μυριάδες άρθρα κάθε φορά που ένας συμπολίτης μας κατόρθωνε μια σημαντική «νίκη» στο «εξωτερικό». Όπου και, γνωρίζαμε, πως μπορεί να διαθέτουν κράτος πρόνοιας και νόμους που λειτουργούν αλλά, μια φορά, ήλιο δε διέθεταν.

Το για ποιους λάμπει ο ήλιος εδώ πάλι, ακόμη ερευνάται.

Επειδή λοιπόν βρισκόμαστε περισσότερο στα σοκάκια του internet απ’ ότι στα επικίνδυνα αστικά, κάπως πρέπει να περάσουμε την ώρα μας. Κάποιοι κατεβάζουν ταινίες ή μουσική. Κάποιοι άλλοι ξεσκίζουν το youtube. Κάποιοι ψάχνουν φίλους χαμένους από παλιά – ή καινούργιους. Και αρκετοί αναζητούν εχθρούς. Σε μια «κοινωνία», που όπως ακριβώς και η αστική, ενώνεται μέσα από την εχθρότητα. Ο πρώτος ρίχνει την πέτρα. Και ακολουθούν οι υπόλοιποι.

Σ’ έναν τόπο όμως, που το εύρος του τείνει προς το γαμημένο άπειρο, δε θα μπορούσαμε να κάνουμε μια καλύτερη διαχείριση; Φαίνεται πως όχι. Ούτε καν ο ίδιος δεν μπορώ να βγάλω την ουρά μου απ’ έξω. Γι αυτό σήμερα θα το ρίξω στην ομορφιά – και δη, στην όμορφη μουσική. Έστω κι αν η αφορμή είναι ο θάνατος ενός νέου σε ηλικία μουσικού, του νορβηγού Oddvar a:m, κιθαρίστα των In The Woods. Που με είχε στείλει άσχημα με τούτο εδώ το άλμπουμ, ηχογραφημένο το 1995. Έχουν περάσει δεκαοκτώ χρόνια από την κυκλοφορία του. Κι όμως δε μπορώ να σκεφτώ έναν δίσκο που να του μοιάζει. Δεν έμοιαζε με τίποτα το “HEart of ages” (έτσι, με τα δυο πρώτα γράμματα της λέξης σε κεφαλαία) και, μέσα στη τραχύτητα του, ήταν ένα πανέμορφο ντεμπούτο.



Αυτά, λέει, σας άρεσαν:

Ετικέτες