Όταν ήσουν πιτσιρίκι και συνειδητοποιούσες ότι σου άρεσε πολύ να βλέπεις ταινίες (ούτε καν "το σινεμά", τόσο πιτσιρίκι εννοώ), δε γινόταν να δεις ταινία με το Dudley Moore και να μην τον συμπαθήσεις. Είχε στο μέγιστο βαθμό αυτό που οι αμερικάνοι αποκαλούν "likable quality": με φάτσα παιδική, μικρό ανάστημα, και φωτεινό χαμόγελο, μπορούσε να παίξει ακόμη και έναν ανεύθυνο αλκοολικό δισεκατομυριούχο και να τον κάνει συμπαθή.
O Dudley Moore επίσης άρεσε πολύ στη νονά μου. Ευτυχές γεγονός, εκείνα τα χρόνια, για δυο λόγους: μου άρεσε πολύ ο Dudley Moore και επίσης μου άρεσε πολύ η νονά μου. Οπότε δε χάναμε ταινία του, είτε σε VHS, είτε στους κινηματογράφους. Στο θερινό "Γκρέκα" είχαμε δει το "Άρθουρ", σε βίντεο τα υπέροχα "Και τη μία και την άλλη" (Mickey + Maude) και "10" - αμφότερα σε σκηνοθεσία του Blake Edwards, μια συνεργασία που, σε ποιοτικό level ξεπερνά αυτή με τον Peter Sellers (αλήθεια είναι ρε παιδιά, σκεφτείτε το λίγο) και στο χειμερινό "Κάπιτολ" (εκεί που τώρα είναι το Marks & Spencer, στη Γρηγορίου Λαμπράκη) το "Μικρός πατέρας, μεγάλος γιός".
Το οποίο, εντάξει, μαλακία ταινία ήταν, αλλά και πάλι αυτός είχε πλάκα.
Ήταν εύκολο βλέπετε να μην αγαπήσεις μια ταινία απλά επειδή είχε τον Dudley Moore μέσα (έκανε αρκετές κακές επιλογές) αλλά ήταν αδύνατον να μην αγαπήσεις τον ίδιο, όπου κι αν τον έβλεπες. Δεν είχε όρους αυτή η αγάπη, τον αγαπούσες και στις κακές του ταινίες. Για απειροελάχιστους ηθοποιούς μπορεί κανείς να πει κάτι τέτοιο. Στις σελίδες του "Dudley Moore - an intimate portrait", n Rena Fruchter, η καλύτερη του φίλη και συγγραφέας του βιβλίου, περιγράφει έναν άνθρωπο πολύ κοντά σε αυτό που βλέπαμε στην οθόνη. Έναν άνθρωπο δηλαδή γεμάτο βαθιά καλοσύνη, που έκανε το ένα λάθος μετά το άλλο - ενίοτε πληγώνοντας άλλους - ακριβώς εξαιτίας της.
Ο Μουρ, εκτός από ηθοποιός, ήταν και σπουδαίος μουσικός (δεν είναι τυχαίος ο ρόλος του στο "10"), πιανίστας με κλασσική παιδία και τεράστιο ταλέντο στη jazz. Με πλούσια δισκογραφία και συνθετικές περγαμηνές αξιοθαύμαστες.Και πέρασε τα τελευταία χρονια της ζωής του χτυπημένος από προοδευτική υπερπυρηνική παράλυση, μια σπάνια ασθένεια, άγνωστου αιτιολογίας, που τη χαρακτηρίζουν αδυναμία κίνησης των ματιών, αταξία βάδισης και αυξημένη σπασμωδικότητα. Μοιάζει με το Πάρκινσον δηλαδή, αλλά είναι σαρωτικά εκφυλιστική. Σκέτη φρίκη δηλαδή. Περισσότερο απ' όλα τον στεναχωρούσε που δεν μπορούσε πια να παίξει μουσική. Στα 66 του χρόνια αποφάσισε να διακόψει τη φαρμακευτική αγωγή του, μην αντέχοντας τους πόνους αλλά και τη στεναχώρια του, και δυο μήνες μετά, πέθανε. Ο βρεττανικός τύπος, περιέργως, ποτέ δεν τον συμπάθησε ιδιαίτερα - και εννοώ τους άγγλους κριτικούς βασικά. Ακόμη και με την ασθένεια του έκαναν πλάκα, τα μοσχάρια.
Η κωμωδία σπάνια γνώρισε πιο ταλαντούχους ανθρώπους, πιο πολύπλευρους καλλιτέχνες - δείτε μόνο τα σκετς του με τον Πίτερ Κουκ (που κακώς χρεώνονται μονάχα στο τελευταίο) - και πιο γλυκούς ανθρώπους. Δείτε αυτό εδώ το βιντεάκι, λέει περισσότερα για τον ίδιο απ΄ότι όλες οι ταινίες του και τα κείμενα που γράφτηκαν γι αυτόν (συμπεριλαμβανομένου και αυτού εδώ, προφανώς) μαζί.
Η κωμωδία σπάνια γνώρισε πιο ταλαντούχους ανθρώπους, πιο πολύπλευρους καλλιτέχνες - δείτε μόνο τα σκετς του με τον Πίτερ Κουκ (που κακώς χρεώνονται μονάχα στο τελευταίο) - και πιο γλυκούς ανθρώπους. Δείτε αυτό εδώ το βιντεάκι, λέει περισσότερα για τον ίδιο απ΄ότι όλες οι ταινίες του και τα κείμενα που γράφτηκαν γι αυτόν (συμπεριλαμβανομένου και αυτού εδώ, προφανώς) μαζί.