Στο “Husbands” που σκηνοθέτησε ο Τζον Κασσαβέτης το 1970, τρείς άντρες, παντρεμένοι και σοκαρισμένοι από το ξαφνικό θάνατο του κολλητού τους, αποφασίζουν να αφήσουν τις συζυγικές τους εστίες και να περάσουν μια ξέφρενη εβδομάδα στο Λονδίνο. Στο τέλος, μονάχα οι δυο επιστρέφουν, φοβισμένοι, στις γυναίκες τους – ο τελευταίος της παρέας που επαναπατρίζεται στο Λονδίνο τους αποχαιρετά και, ειρωνικά τους λέει «αντίο, κ’ ίσως σας ξαναδώ». Τους μετανοούντες ενσάρκωναν οι Τζον Κασσαβέτης και Πίτερ Φολκ. Τον τρίτο, ο Μπεν Γκαζάρα, που έκλεβε την παράσταση. Οι Κασσαβέτης και Φολκ «έφυγαν» πρώτοι. Ο μεγάλος λάτρεις των γυναικών (παντρεύτηκε τρεις φορές και, ενδιαμέσως, έζησε ένα παθιασμένο ειδύλλιο με την Όντρεϊ Χέπμπορν) αλλά και των πούρων (φωτογραφήθηκε για το εξώφυλλο του φημισμένου “Cigar Aficionado”) προσεβλήθη από καρκίνο στο πνεύμονα το 1999 και έσβησε τελικά προχθές, σε ηλικία 81 έτους από μεταστατική επιπλοκή στο πάγκρεας.
Ο Γκαζάρα, γιος ιταλών μεταναστών, γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1930 και μεγάλωσε στις φτωχικές συνοικίες της πόλης. Οι επιλογές του ήταν δυο: ή να γίνει ηθοποιός, ή εγκληματίας. «Ευτυχώς, η αγάπη μου για την υποκριτική με έσωσε από μια τέτοια ζωή» δήλωνε ο ίδιος χαρακτηριστικά. Ήταν άλλος ένας ακόμη αμερικανός ηθοποιός που βρήκε καταφύγιο στην «αγκαλιά» του Λι Στράζμπεργκ, στο φημισμένο “Actor’s studio”, απ’όπου ξεπήδησαν όλα τα μεγάλα ταλέντα του αμερικανικού δράματος.
Οι πρώτες του εμφανίσεις, μικρά, ασήμαντα ρολάκια στη τηλεόραση. Στο θεατρικό σανίδι όμως, σύντομα είχε εξελιχθεί σε γίγαντα: κρατά τον πρώτο ανδρικό ρόλο στη Λυσσασμένη Γάτα του Τένεσι Γουίλιαμς στο Μπρόντγουέι , όταν όμως η παραγωγή μεταφέρεται στη μεγάλη οθόνη το 1958, ο Γκαζάρα αρνείται να συμμετάσχει και στη θέση του προσλαμβάνεται ο Πολ Νιούμαν, κίνηση που ο ίδιος θα χρεώσει στα λάθη της καριέρας του. «Απέρριψα άπειρους σπουδαίους ρόλους στο σινεμά όταν έγινα γνωστός ως θεατρικός ηθοποιός. Λες και εμένα περίμενε το “σανίδι” για να το υπερασπιστώ» θα πει αργότερα. Κερδίζει όμως τον ρόλο του νεαρού κατηγορούμενου στην «Ανατομία ενός εγκλήματος» του Ότο Πρέμινγκερ όπως και την προσοχή του μεγάλου κοινού. Η τηλεόραση θα τον αναδείξει στη δεκαετία του 60. Και κάπου εκεί συναντά τον Τζον Κασσαβέτη. Μια στενή φιλία θα αναπτυχθεί ανάμεσα στους δυο άντρες, που θα οδηγήσει στις εμφανίσεις του Γκαζάρα στα “Husbands”, “Ο θάνατος ενός κινέζου πράκτορα στοιχημάτων” και “Νύχτα πρεμιέρας”, όλα σκηνοθετημένα και γυρισμένα με κόπο από τον Κασσαβέτη, τον καλύτερο σκηνοθέτη και άνθρωπο που γνώρισε ποτέ, σύμφωνα με τα λόγια του. Και οι μεγάλοι δημιουργοί του σινεμά τίμησαν την ιστορία του, επιλέγοντας τον σε καίριους ρόλους. Θυμηθείτε το Dogville του Λαρς Φον Τρίερ, τον Μεγάλο Λεμπόφσκι των αδελφών Κοέν ή το Καλοκαίρι του Σαμ, του Σπάικ Λι – και τις παλιότερες ακόμα Ιστορίες Καθημερινής Τρέλας του Μάρκο Φερέρι όπου ενσάρκωνε τον Τσαρλς Μπουκόφσκι. Και φυσικά στο Happiness του Τοντ Σόλονζ. Πάντα σε ρόλους δύσκολους, από αυτούς που οι περισσότεροι ηθοποιοί φοβούνται. Ο Γκαζάρα όμως παρέμεινε άφοβος μέχρι τέλους.
Έτσι θα τον θυμάμαι κι εγώ.