Το 1919, η απαγόρευση των ξένων ταινιών σε ιταλικό έδαφος σήμανε έναν δημιουργικό οργασμό στην τοπική παραγωγή. Και, το 1937, ο Μουσολίνι και το φασιστικό καθεστώς έχτισε τα περίφημα στούντιο της Cinecitta, δηλαδή, την Ιταλική εκδοχή του («κακού») Χόλιγουντ. Στούντιο που μετατράπηκαν σε νοσοκομεία όταν, το 1943, ήρθε το τέλος του Πολέμου. Τότε όμως, οι Ιταλοί σκηνοθέτες, σχετικώς απελευθερωμένοι από την φασιστική λογοκρισία (και λέω σχετικώς, γιατί οι φασιστικές ρίζες παρέμειναν βαθιά χωμένες στο γραφειοκρατικό καθεστώς μέχρι και την δεκαετία του 60 – κάποιοι Ιταλοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι δεν ξεριζώθηκαν ποτέ...), αποπειράθηκαν να συνδυάσουν την επιθυμία τους για έναν φιλμικό ρεαλισμό - τάση ήδη παρούσα κατά τη διάρκεια της φασιστικής περιόδου - με θέματα κοινωνικά, πολιτικά, και οικονομικά, που ο Μουσολίνι και οι παπαγάλοι του δεν θα ανέχονταν.
Και οι Ιταλοί είχαν ανάγκη να μιλήσουν. Όχι μόνο στο λαό τους, αλλά και στον Κόσμο ολόκληρο. Να μιλήσουν για την τραγωδία που τους συνέβη, την πλάνη τους και την συντριβή τους (ανάγκη που δεν μοιράστηκαν διόλου οι Γερμανοί και, γι αυτόν ακριβώς το λόγο, η λέξη «γερμαναράς» θα συνεχίζει να κοσμεί την ελληνική – μεταξύ άλλων – γλώσσα για πάντα). Κι επειδή η συντριβή αυτή είχε πάρει σβάρνα τα πάντα, γύρισαν τις ταινίες τους στις κατεστραμμένες γειτονιές των ηρώων τους ενώ, μιας και δεν υπήρχαν ηθοποιοί να τους ενσαρκώσουν, λόγω προφανής απουσίας ρευστού, επιστράτευσαν ερασιτέχνες. Εννοείται ότι οι λέξεις happy end πήγαν περίπατο.
Προφανώς έχετε αντιληφθεί γιατί έχω στήσει όλην αυτή την εισαγωγή: η Ελλάδα μπορεί να μην μοιάζει με ένα τεράστιο γιαπί (όπως δηλαδή έδειχνε η Ιταλία στο τέλος του πολέμου) είναι όμως μια χώρα εξίσου κατεστραμμένη Και μάλιστα, πλήρως κατακτημένη. Παρ’ολα αυτά πολλοί λίγοι είναι αυτοί που επιχειρούν μια καταγραφή του διπλανού μας περιθωρίου. Οι περιπτώσεις του Οικονομίδη (του οποίου ο «Μαχαιροβγάλτης» ενδέχεται να πιάσει πολλούς στον ύπνο), του Γραμματικού (με τον υπέροχο Βασιλιά του) ή του Γιάνναρη (που με τη νέα του ταινία επιστρέφει στο θέμα της παράνομης μετανάστευσης) δεν αρκούν για να μιλήσουμε για τη δημιουργία κάποιου ρεύματος.
Ας το πούμε λοιπόν εξ’αρχής: οι κινηματογραφιστές μας δεν τολμούν. Γιατί; Μήπως επειδή τα χρήματα για ένα φιλμ συγκεντρώνονται ούτως η άλλως με εξαιρετική δυσκολία; Μα είναι τα χρήματα απαραίτητα όταν έχεις κάτι ουσιαστικό να πεις; Το παράδειγμα του νεορεαλισμού είναι αρκετό για να μας πείσει για το αντίθετο. Και σκεφτείτε ότι δεν χρειάζεται να καταφύγουμε και στην πολυτέλεια του φιλμ: υπάρχει το ψηφιακό βίντεο.
Αν φύγουμε βέβαια από το περιθωριακό τερέν τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα: Απουσιάζει το γνήσιο πολιτικό σινεμά από τη χώρα μας – και μάλιστα σε μια περίοδο που άνετα τέτοια θέματα θα μπορούσαν να φέρουν τον κόσμο στις αίθουσες. Γιατί, για παράδειγμα, κανείς δεν σκέφτεται να γυρίσει μια ταινία για μια πολιτική περσόνα; Γιατί οι ιταλοί μπορούν να γυρίσουν μια ταινία σαν το Il Divo (με τον Τζούλιο Αντρεότι να βρίσκεται εν ζωή!) και εμείς αδυνατούμε να πούμε ένα, έστω, όνομα, όχι της σύγχρονης αλλά της νεότερης ιστορίας μας;
Είναι άραγε τόσο ευρύχωρες οι δαγκάνες του συστήματος μας; Ή μήπως φυλάγουμε τα ρούχα μας για να έχουμε τα μισά; Αν πάντως ο φιλελευθερισμός, η μεγάλη Δυτική "αξία" του σήμερα, βασίζεται στην ελευθερία του ατόμου να κινηθεί προς εκεί όπου υπάρχουν ευκαιρίες, τότε ακόμη και σ’αυτόν τον τομέα οι Έλληνες κινηματογραφιστές βγαίνουν «εκτός»! Και είναι εντυπωσιακό πως, ενώ στον υπόλοιπο κόσμο (ακόμη και στο πολύπαθο Ιράν όπου σκηνοθέτες ρισκάρουν την ελευθερία τους) το σινεμά μπορεί ακόμη να καταγράφει τις αντανακλάσεις της καθημερινότητας μας, εμείς παρακολουθούμε τις ταινίες τους και στοχαζόμαστε λες και ζούμε στη Νορβηγία, λες και η κατάσταση την οποία πραγματεύονται δεν μας έχει αγγίξει καν.
Αυτό βέβαια δεν θα κρατήσει για πολύ. Ο χειμώνας που θα έρθει προβλέπεται ζοφερός και βαρύς. Που όμως θα στραφεί η πυξίδα; Στο σινεμά της απόδρασης; Ή στο σινεμά του καίριου (και επίκαιρου) στοχασμού; Και κατα πόσο αυτό το σινεμά θα είναι πάντοτε σε θέση να ανταποκριθεί; Μεγάλο θέμα αυτό το τελευταίο, και ενδέχεται να μας απασχολήσει σύντομα. Μακάρι! Γιατί, πρωτίστως, κάποιοι πρέπει να μιλήσουν. Πρέπει, κάποιες ταινίες, να μας αφουγκρασθούν. Και να πάρουν ρίσκα, δίχως να φοβούνται αν τις πουν διδακτικές, στρατευμένες, ξεχειλωμένες, ακραίες ή ότι άλλο ακούγεται συνήθως σ΄αυτές τις περιπτώσεις.
Είναι καιρός.
Υ.Γ.
Να καλοσορίσω όποιους έκαναν τον κόπο να διαβάσουν αυτό το κείμενο. Να'μαστε λοιπόν. Θα υπάρχει, από την επόμενη εβδομάδα, μια προσπάθεια καταγραφής και κριτικής των ταινιών της εβδομάδας αν και το blog αυτό δεν έχει και πολλές φιλοδοξίες πέραν της επικοινωνίας με όσους / όσες ενδιαφέρονται. Για το σινεμά, τη μουσική, ότι μας διακτινίζει κι ότι μας βυθίζει.