Πέμπτη 24 Ιουλίου 2014

A night with the Pythons.




Τα εισιτήρια για την πρώτη - και αρχικά, μοναδική - παράσταση των Monty Python στο O2 Arena (που αριθμεί 20.000 θέσεις) εξαντλήθηκαν μέσα σε σαράντα δευτερόλεπτα. Έτσι, προστέθηκαν άλλες εννιά - "οι τελευταίες εμφανίσεις της ομάδας" σύμφωνα με τα ίδια τα μέλη της, που είχαν να εμφανιστούν, μαζί, στη σκηνή, κάτι παραπάνω από 32 χρόνια.

Και όλα αυτά στο Ο2, που έχει φιλοξενήσει κι άλλα, φημισμένα re-unions, σαν αυτό των Led Zeppelin για παράδειγμα. Ένα κλειστό στάδιο, εντυπωσιακό σε μέγεθος αλλά και σε υποδομή: 20.000 άτομα (όλα τα σόου των Python είναι sold-out) μπήκαν και βγήκαν από τις ξεχωριστές εισόδους του χώρου δίχως να ακουστεί κιχ, ενώ, σε κάθε όροφο, μπορούσες να προμηθευτείς μπύρες, χοτ-ντογκ (δέκα ευρώ το ένα, παρακαλώ) και φυσικά το merchandise των Python: μπλουζάκια, cd, φούτερ και μπρελόκ, σε τιμές που ξεκινούν από τα 25 και φτάνουν τα 75 ευρώ. 

Οι γιγαντοοθόνες εξασφαλίζουν τη πρόσβαση στο  θέαμα, κι ας κάθομαι, κεντρικά μεν, απομακρυσμένα δε. Και το σόου ξεκινάει στις 7.30, με μια σειρά από κινούμενα σχέδια που κλείνουν με έναν αγώνα ποδοσφαίρου όπου, αντί για μπάλα, εμφανίζεται το... κεφάλι του Γκράχαμ Τσάπμαν. Σύντομα, όλη η ομάδα βρίσκεται επί σκηνής, τραγουδώντας στα ισπανικά ένα εκπαιδευτικό τραγούδι για τα λάμα (αστειάκι που παραπέμπει στους περίφημους "Ιππότες της ελεεινής τραπέζης") και το χειροκρότημα του κοινού είναι κάτι παραπάνω από ενθουσιώδες. Κακά τα ψέματα, είναι αδύνατον να μη συγκινηθείς βλέποντας τους ξανά όλους μαζί, και εκείνοι δείχνουν πρόθυμοι να διασκεδάσουν ένα κοινό έτοιμο να γελάσει (σχεδόν) με ό,τι του πετάξουν.

Τα πρώτα σκετσάκια ρολάρουν με εντυπωσιακό ρυθμό (όλοι τους έχουν πατήσει τα 70) ενώ τα καλοφτιαγμένα σκηνικά ("το σόου μας κόστισε μια περιουσία!" αναγράφτηκε κάποια στιγμή στη κεντρική γιγαντοοθόνη) εκμοντερνίζουν κάπως παλιές αγαπημένες κωμικές στιγμές. Και, ξαφνικά, αρχίζουν τα χορευτικά νούμερα. Οι φίλοι της ομάδας, αυτοί δηλαδή που έχουν παρακολουθήσει τις παλαιότερες βιντεογραφημένες εμφανίσεις της, γνωρίζουν πως δεν συνηθίζει τέτοια κόλπα. Αλλά οι καιροί έχουν αλλάξει. Οι Python σήμερα είναι ηλικιωμένοι και πέντε στον αριθμό. Και οι αλλαγές των σκηνικών απαιτούν χρόνο. Δυστυχώς όμως, κάποια από αυτά τα νούμερα ενοχλούν: όταν έσκασαν μύτη οι "σέξι" χορεύτριες που προηγήθηκαν του σκετς του "Εκβιασμού", ένοιωσα πως βρισκόμουν όχι στο Ο2 αλλά στο Δελφινάριο.

Από την άλλη, είναι πραγματικά αναζωογονητικό να τους βλέπεις να χρησιμοποιούν τα παλιά σκετς για να καταρρίψουν ένα προς ένα τα άβατα της πολιτικής ορθότητας. Οι ινστρούχτορες της δε θα διασκέδαζαν και τόσο στη θέα των δικαστών που, κάτω από τις ενδυμασίες τους, φορούν σέξι γυναικεία εσώρουχα - θα τους ήταν αδύνατο βλέπετε να αντιληφθούν πως το ζήτημα εδώ είναι η άγρια σάτιρα μιας υποκριτικής και άκρως κομφορμιστικής συνθήκης, της οποίας άλλωστε, οι ίδιοι, αποτελούν αδιάσπαστο κομμάτι. Όχι, δεν ήταν καθόλου "ξεπερασμένα" αυτά τα καλαμπούρια. Αντιθέτως, έδειχναν πιο μοντέρνα και τολμηρά από ποτέ. "Πόσα δίνεις για σεξ σε δημόσιο χώρο;" ρωτά ο ένας δικαστής. "Κοντά στις δέκα λίρες" απαντά ο άλλος, και το Ο2 σείεται από τα χάχανα. Λίγο αργότερα, κάποιοι θεατές σοκάρονται σαν βλέπουν το κεφάλι του Πούτιν να αντικαθιστά τα... αχαμνά ενός αγάλματος, σε άλλο ένα από τα ανανεωμένα καρτούν του Τέρι Γκίλιαμ, αν και σπανίως είδαμε την επικαιρότητα σε πρώτο πλάνο. 

Τι είδαμε λοιπόν εκείνο το βράδυ που δεν είχαμε δει ποτέ; Μα το απρόοπτο μιας ζωντανής εμφάνισης. "Μπορεί να έχει κλείσει λίγο η φωνή μου, αλλά τουλάχιστον εγώ τα λόγια μου τα ξέρω απ 'έξω, δεν τα διαβάζω!" καγχάζει ο Τζον Κλιζ "καρφώνοντας" τον Τέρι Τζόουνς και οι δυο ηθοποιοί σκάνε στα γέλια επί σκηνής. Παραδόξως, διασκεδάσαμε πολύ περισσότερο όταν οι Python το "έχαναν" και, για να καλύψουν το κενό, το έριχναν στον αυτοσχεδιασμό. "Μπα, αυτοσχεδιάζουμε κιόλας;" ρωτά ο Μάικλ Πάλιν τον Τζον Κλιζ, καταμεσής του σκετς με τον Νεκρό Παπαγάλο, που το κοινό περίμενε πως και πως. "Αφού ακόμα το χω" αποκρίνεται ο Κλιζ. "Εσύ μπορεί να το χεις, αλλά ο κόσμος εδώ θέλει να προλάβει το τελευταίο τρένο" απαντά ο Πάλιν και δωσ' του πάλι χειροκρότημα. Σαν πιτσιρικάς, που προσπαθεί ανεπιτυχώς να κρατηθεί, με τα χίλια ζόρια,  "σοβαρός", ο Κλιζ "έσπαγε" κατά τη διάρκεια αρκετών σκετς, αλλά κανείς από εμάς δεν ένοιωσε προσβεβλημένος. Και ο αυτοσαρκασμός τους κατήργησε κάθε κυνική πρόθεση. "Έμαθα πως όλο αυτό γίνεται για να καλυφθεί η διατροφή του Κλιζ προς την πρώην σύζυγο του" σχολιάζει, δήθεν ανέμελα ο Έρικ Άιντλ. Και ο Μάικλ Πάλιν αναρωτιέται: "Ποιά απ' όλες;". 

Η "μπάντα" έκλεισε με όλο το Ο2 τα τραγουδά το "Always look at the bright side of life", οι γιγαντοοθόνες έγραψαν "ξεκουμπιστείτε" και όλοι αφήσαμε το στάδιο σιγοτραγουδώντας. Στους διαδρόμους και στις σκάλες, χαμόγελα. Ναι, υπήρξαν αδύναμες στιγμές, ναι, τα χορευτικά μπορούσαν και να λείπουν, αλλά υπάρχει ακόμη μια γνήσια κωμική δύναμη σ' αυτά τα παλιά καλαμπούρια, αρκετή για να αναζωογονήσει μια χούφτα εβδομηντάρηδες. Πόσο μάλλον εμάς. 

Locke (2014)



Ο Ίψεν έλεγε πως ο σταθερός άνθρωπος μοιάζει με αναμμένη λαμπάδα που, αν την γυρίσεις, η φλόγα της θα στραφεί προς τα πάνω, καίγοντας την ολοσχερώς. Λίγες ώρες πριν τη σημαντικότερη δουλειά της καριέρας του, ένας φημισμένος για την ακεραιότητα του πολιτικός μηχανικός, και πατέρας δυο παιδιών, μπαίνει στο αυτοκίνητο του εγκαταλείποντας τους πάντες και, στη διαδρομή, πρέπει να εξηγήσει στον καθένα γιατί πρέπει να φύγει μέσω μιας σειράς τηλεφωνημάτων που θα αλλάξουν τη ζωή του μια για πάντα. Το «Locke» του Στίβεν Νάιτ διαρκεί μιάμιση ώρα, διαδραματίζεται εξ’ ολοκλήρου σ’ ένα αυτοκίνητο, και είναι ταυτόχρονα ταινία δρόμου, θρίλερ και δράμα χαρακτήρων.

Είμαι βέβαιος πως η περιγραφή και μόνο της πλοκής σας έχει «γραπώσει». Οπότε το ζήτημα είναι το εξής. Είναι τόσο ενδιαφέρον όσο ακούγεται;

Ευτυχώς, ο Νάιτ δείχνει να γνωρίζει καλά πως οι αμυχές της πλοκής από μόνες τους δεν έχουν το παραμικρό δραματουργικό βάρος όταν περιστρέφονται γύρω από έναν αδιάφορο χαρακτήρα. Και ο ήρωας που ενσαρκώνει – στην ανδρική ερμηνεία της χρονιάς – ο Τομ Χάρντι είναι ένα μοναδικό χαρμάνι ηθικής υποχρέωσης και προπατορικής ενοχής που χτίζεται ενώπιον μας, κομμάτι – κομμάτι, με τη βοήθεια διαλόγων τόσο καλογραμμένων που λειτουργούν ταυτόχρονα στο πιο απλό και το πιο σύνθετο επίπεδο. Οι δε φιλοσοφικές ρήσεις του ήρωα (που δείχνει να έχει μια βαθύτερη κατανόηση για το τσιμέντο απ’ ότι για τους ανθρώπους) παραθέτουν από μόνα τους τα κίνητρα για τη φαινομενικά παράλογη συμπεριφορά του.

Στολισμένο με μια νυχτερινή φωτογραφία που είναι χάρμα οφθαλμών, και εξόχως χρονομετρημένο, το «Σε λάθος χρόνο» (κάπως άστοχος ο ελληνικός τίτλος) είναι, παρά το μινιμαλιστικό του στήσιμο, καθαρό σινεμά – και μόνο στο σινεμά θα μπορούσε να δουλέψει κάτι τέτοιο, παρά τα όσα εξωφρενικά ακούω περί «θεατρικότητας» του. Κάθε τι που συνιστά ένα φιλμικό οικοδόμημα (μοντάζ, κινηματογράφηση, εσωτερικότητα) υπάρχει, και είναι μοναδικά δουλεμένο, έστω κι αν αναπόφευκτα το φιλμ χαλαρώνει ελαφρώς μετά το δυναμικό του πρώτο μισό. Ευτυχώς υπάρχει πάντα ο Χάρντι. Για να μας θυμίζει πως είμαστε υπεύθυνοι όχι μόνο γι' αυτά που κάνουμε, αλλά και γι αυτά που παραλείψαμε.

Πέμπτη 3 Ιουλίου 2014

Οι 10 καλύτερες (και λιγότερο γνωστές) ερμηνείες στην ιστορία του Αμερικάνικου Σινεμά: #9


  9.

O Chris Sarandon
στο Dog Day Afternoon

 



Ελληνικής καταγωγής (ελληνίδα μητέρα / μικρασιάτης πατέρας - "Σαραντωνίδης" το πραγματικό οικογενειακό επώνυμο), ο Chris Sarandon δεν έφτασε ποτέ σε δημοσιότητα την αδελφή του, Susan. Η μεγάλη του αγάπη υπήρξε το θέατρο - έχει όμως κάνει τόσα πολλά που δεν γνωρίζουμε (ήταν, για παράδειγμα, η φωνή του Τζακ Σκέλινγκτον στον "Χριστουγεννιάτικο Εφιάλτη" του Μπάρτον). Και, όπως και να χει, έχουμε πάντα να θυμόμαστε τούτη εδώ τη σκηνή - τη συνομιλία του με τον Al Pacino στη "Σκυλίσια μέρα" του Sidney Lumet. Δε θελω να αναλωθώ σε επίθετα, ούτε στη σπάνια ευαισθησία που φωλιάζει στη καρδιά σου βλέποντας την. Θα πω όμως πως, χωρίς τον Sarandon στην ταινία, δεν υπάρχει Pacino (που, γι αυτόν τα κάνει όλα, άλλωστε), και χωρίς τον Pacino, δεν υπάρχει ταινία. (Για την ιστορία, ο Sarandon κέρδισε μια υποψηφιότητα για Οσκαρ Β Ανδρικού Ρόλου, για πέντε περίπου λεφτά συνολικής παρουσίας. Κι όμως σήμερα, κανείς δε θυμάται.) 


Αυτά, λέει, σας άρεσαν:

Ετικέτες